ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΥΣΗΣ ΤΟΥΣ

Παρακολουθώντας τον δημόσιο διάλογο την τελευταία εβδομάδα αναφορικά με το θέμα της προαναγγελθείσας από το βήμα του Κοινοβουλίου απαγόρευσης υπαίθριων δημόσιων συναθροίσεων σε όλη την Επικράτεια για το διάστημα από 15/11/2020 έως 18/11/2020 και την επακολουθήσασα απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ιδία μετά την έκδοση της ανακοίνωσης του συνδικαλιστικού οργάνου των ελλήνων Δικαστών και Εισαγγελέων και την επ’ αυτών κριτική και τοποθέτηση έγκριτων συνταγματολόγων και αρθρογράφων και δημοσιολογούντων, νομικών και μη, είναι προφανέστατο ότι οι εισφερόμενες απόψεις και τοποθετήσεις επικαθορίζονται σε μέγιστο βαθμό (αν δεν ορίζονται εξαρχής και εξολοκλήρου) από πολιτικές θέσεις υπέρ ή εναντίον του εορτασμού της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου με τα συμφραζόμενά του για την δημοκρατία μας. Σε αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερα προβληματική είναι απόπειρα των υποστηρικτών της συνταγματικότητας της απόφασης της καθολικής απαγόρευσης συναθροίσεων να παρουσιάσουν την ως άνω θέση τους ως τεχνοκρατική και απολιτίκ νομικοτεχνική, αποκρύβοντας την εξόχως πολιτική στόχευσή της και το έντονο πολιτικό φορτίο της και έτσι αποσιωπώντας και τους πραγματικούς (ανομολόγητους αλλά τόσο προφανείς) λόγους για την τόσο αυταρχική απαγόρευση. Μάλιστα η επιχειρηματολογία των υποστηρικτικών της συνταγματικότητας της απαγόρευσης χαρακτηρίζονταν από ένδεια νομικών επιχειρημάτων (θέσεων) και τροφοδοτούνταν κυρίως από κριτική ανακοινώσεων και γνωμοδοτήσεων άλλων οργάνων (της ΕΔΕ).

Ειδικότερα αποκωδικοποιώντας τις διατυπωθείσες θέσεις υπέρ της συνταγματικότητας της καθολικής απαγόρευσης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος του συνέρχεσθαι και ταυτοχρόνως κριτικής προς την ανακοίνωση της ΕΔΕ ξεχωρίζουμε τους εξής βασικούς άξονες στους οποίους κινήθηκαν:

1) Η πιο σοβαρή θέση υπέρ της συνταγματικότητας προέρχεται κατά τη γνώμη μου από την τοποθέτηση του κ. Βενιζέλου, σύμφωνα με την οποία η  εν λόγω απαγόρευση του συνέρχεσθαι ερείδεται στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ. Πράγματι στο εν λόγω άρθρο ορίζεται:  «Αρθρον 11. 1.  Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν  του  συνέρχεσθαι ειρηνικώς  και εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος  ιδρύσεως  μετ`  άλλων  συνδικάτων  και  προσχωρήσεως   εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του.   2.  Η  άσκησις των δικαιωμάτων τούτων δεν επιτρέπεται να υπαχθή εις ετέρους  περιορισμούς  περαν  των  υπο  του  νόμου  προβλεπομένων   και αποτελόυντων  αναγκαία  μέτρα  εν δημοκρατική κοινωνία, δια την εθνικήν ασφάλειαν,  την  δημοσίαν  ασφάλειαν  την  προάσπισιν  της  τάξεως  και πρόληψιν του εγκλήματος την προστασίαν της υγείας και της ηθικής, ή την προστασίαν  των  δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Το παρόν άρθρον δεν απαγορέυει την επιβολην νομιμών περιορισμών  εις  την  άσκησιν  των δικαιωμάτων  τουτων υπο μέλων των ενόπλων δυνάμεων της αστυνομίας ή των διοικητικών υπηρεσιών του κράτους.» Πέραν και ανεξαρτήτως ότι στο παραπάνω άρθρο της ΕΣΔΑ δεν γίνεται λόγος για καθολική απαγόρευση, αλλά μόνο για τα αναγκαία μέτρα περιορισμού, το κυριότερο ζήτημα είναι ότι στο προοίμιο της Απόφασης του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας δεν γίνεται πουθενά επίκληση της εν λόγω υπερεθνικής πηγής δικαίου.

2) Η επίκληση (και από τον κ. Βενιζέλο) της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 5 Συντ. ως συνταγματικής ratio της απόφασης απαγόρευσης του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας είναι δογματικά παντελώς εσφαλμένη, αφού η εν λόγω διάταξη επιτρέπει την κατ’ εξαίρεση λήψη ατομικών περιοριστικών μέτρων και όχι καθολική απαγόρευση.

3) Η δε διασταλτική ερμηνεία του όρου «δημόσια ασφάλεια» του άρθρο 11 παρ. 2 Συντ. που δίνεται από τους  υποστηρικτές της συνταγματικότητας της καθολικής απαγόρευσης, σύμφωνα με τους οποίους η πραγματοποίηση υπαίθριων συναθροίσεων κατά την διάρκεια της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου εγκυμονεί κινδύνους για τη δημόσια ασφάλεια, εκτός του ότι δεν βρίσκει έρεισμα σε κάποια γνωστή πηγή του Συνταγματικού Δικαίου, είναι και δογματικά εσφαλμένη την στιγμή που τείνει στον διασταλτικό περιορισμό ενός συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος.

4) Το δε ζήτημα της νομοθετικής διάταξης στην οποία ερείδεται η Απόφαση του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, δηλαδή εάν έχει ως βάση το άρθρο 68 παρ. 2 της από 20.3.2020 ΠΝΠ η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 1 Ν 4683/2020  (το οποίο είναι μάλλον και το ορθό) ή εάν βασίστηκε στις διατάξεις του πρόσφατου νόμου για τις Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις (Ν 4703/2020) είναι ζήτημα άνευ οιασδήποτε συνταγματικής αξίας, δεδομένου ότι εν προκειμένω το ζητούμενο είναι ο έλεγχος της συνταγματικότητας του μέτρου της καθολικής απαγόρευσης συναθροίσεων, ανεξαρτήτως σε ποια νομοθετική διάταξη του κοινού νομοθέτη βασίστηκε.

5) Η επίκληση ανερμάτιστης και παντελώς αφηρημένης στάθμισης αφ’ ενός του αγαθού της ζωής και υγείας και αφ’ ετέρου του προστατευτέου αγαθού του συνέρχεσθαι, η οποία (στάθμιση) συναρτάται ακριβώς με την έννοια της αναλογικότητας του μέτρου, χωρίς περαιτέρω πλαίσιο εξειδίκευσης είναι ψευδεπίγραφη για δύο λόγους. Πρώτον γιατί αυτή ακριβώς εκφερόμενη με τον ανερμάτιστο αυτό τρόπο υπαινικτικά φαίνεται να ισχυρίζεται ότι τυχόν εορτασμός της επετείου της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (χωρίς καν να εξετάζει τους πιθανούς τρόπους) συνιστά κίνδυνο – θάνατο, πράγμα εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, αφού η εμπειρία του τελευταίου χρόνου, όπου συμβιώνουμε με τον ιό, μας έδειξε ακριβώς το αντίθετο στις πλείστες διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις που έλαβαν χώρα ανά τον πλανήτη, και μάλιστα σε επιδημιολογικά ιδιαιτέρως επιβαρυμένες περιοχές αυτού, όπως ενδεικτικά στις ΗΠΑ, όπου από τον Μάιο έχουν διαδηλώσει μαζικά στα πλαίσια του κινήματος Black Lives Matter περίπου 20 εκατομμύρια άτομα αναγκάζοντας αναλυτές να το χαρακτηρίζουν «ίσως το μαζικότερο και πιο δυναμικό πολιτικό κίνημα στη χώρα από ιδρύσεώς της», στην Βολιβία ενάντια στην πραξικοπηματική διατήρηση της εξουσίας από την Άνιες, στη Λευκορωσία μετά τις πρόσφατες εκλογές, στη Γαλλία με διαδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων», πρόσφατα στην Πολωνία ενάντια στην απαγόρευση των αμβλώσεων και πλείστες όσες ανά τον κόσμο περιπτώσεις. Από την άλλη μεριά είναι εντελώς άτοπο να γίνεται επίκληση του εν λόγω προστατευτέου αγαθού στην παρούσα χρονική στιγμή για την λήψη ενός τόσο επαχθούς μέτρου, ενώ μέχρι τώρα η ελληνική κυβέρνηση επέδειξε τουλάχιστον απραξία (ο όρος χρησιμοποιείται με εξαιρετική επιείκεια) και δεν έλαβε κατάλληλα και αναγκαία, και ταυτόχρονα λιγότερο επαχθή μέτρα, ώστε η ενέργειά της συνιστά μεγίστη παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Η τελευταία διαπίστωση μάλιστα πρέπει να πλαισιωθεί από την πρωτοφανή έλλειψη οποιασδήποτε δημοκρατικής διαβούλευσης της κυβέρνησης με τις πολιτικές δυνάμεις και τους κοινωνικούς φορείς προ της εξαγγελίας και λήψης ενός τόσο ακραία περιοριστικού μέτρου (ο πρωθυπουργός προτίμησε θεατρικά να ανακοινώσει την ματαίωση κάθε εκδήλωσης για τον εορτασμό της εξέγερσης του Πολυτεχνείου από το βήμα της Βουλής σε ένα κακοπαιγμένο σόου δήθεν επίδειξης πυγμής).

6) Τέλος μη έχοντας περαιτέρω  επί της ουσίας νομικά επιχειρήματα επιχειρήθηκε το πριόνισμα της θέσης των υποστηρικτών της αντισυνταγματικότητας της απαγόρευσης, κυρίως της ΕΔΕ, με επιχειρήματα ότι με τον τρόπο αυτό πολιτικολογεί και ταυτίζεται με την αντιπολίτευση (τέτοιο ασυγχώρητο αμάρτημα, λες και η αποστολή ενός συνδικαλιστικού οργάνου και μάλιστα της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων δεν είναι να παίρνει θέση στο δημόσιο διάλογο και οι τοποθετήσεις – ανακοινώσεις του δεν καλύπτονται από την ελευθερία της έκφρασης), ότι ασκείται πίεση στα μέλη της και επιχειρείται επηρεασμός στην έκδοση αποφάσεων (λες και ο Δικαστής δεν είναι εξοπλισμένος με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία, ώστε να μην επηρεάζεται στην κρίση του από τις δημόσιες τοποθετήσεις ενός συνταγματολόγου ή ενός συνδικαλιστικού οργάνου, οι οποίοι όλοι θεσμικά δεν δύνανται αν επηρεάσουν τη θέση την υπηρεσιακή κατάσταση του Δικαστή).

Η παραπάνω εξάντληση των επιχειρημάτων υπέρ της συνταγματικότητας και της δικαιοπολιτικής σκοπιμότητας της απαγόρευσης, όπως αυτές διατυπώθηκαν στον δημόσιο διάλογο των τελευταίων ημερών, επιβεβαιώνει ακριβώς τον εισαγωγικώς αναφερθέντα αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα της απαγόρευσης, που εκπορεύθηκε από πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες παρά τις περί του εναντίου διακηρύξεις τους, αποτελούν αντιπάλους ή και εχθρούς/αρνητές της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και των μηνυμάτων της, αποσκοπούσε στη διασάλευση της κοινωνικής ειρήνης και στον δι’ αυτής αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τις βαρύτατες ευθύνες της κυβέρνησης για τη  διαχείριση του δεύτερου κύματος της πανδημίας και για την εικόνα κατάρρευσης των δημόσιων νοσοκομείων και των εν γένει δομών υγείας, αλλά και που ταυτοχρόνως αποτέλεσε μία τροχιοδεικτική απόπειρα επίδειξης αυταρχισμού και αυταρχικής επιβολής κατάλυσης ακόμη και συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Η επιτυχία της πρώτης αυτής εφαρμογής της εν λόγω απαγόρευσης κρίνεται κάκιστη για την κυβέρνηση, ωστόσο είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η παρούσα κυβέρνηση, λαμβάνοντας υπ’ όψη και τα ως άνω τροχιοδεικτικά μηνύματα και διορθώνοντας βάσει αυτών τον συνολικό σχεδιασμό, θα επανέλθει δριμύτερη με την πρώτη ευκαιρία, η οποία εκτιμώ ότι θα είναι η επέτειος της δολοφονίας του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από αστυνομικούς, ώστε χρήζει επαγρύπνησης από τους νομικούς, αλλά και τους απλούς πολίτες της χώρας.

Θωμάς Θ. Αυγέρης, Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω

ΜΔΕ (ΑΠΘ), LL.M. Παν/μιου Χαϊδελβέργης

Leave a Reply

Your email address will not be published.