Μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή του 70 παρ. 1β ΚΔΔ στα ένδικα μέσα;

Μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή του 70 παρ. 1β ΚΔΔ στα ένδικα μέσα;

Αναφορικά με την δυνατότητα άσκησης δεύτερης (δηλαδή χρονικά μεταγενέστερης) προσφυγής σε περίπτωση απορρίψεως της πρώτης, το άρθρο 70 του Κ.Δ.Δ. αναφέρει επί λέξει ότι «Είναι απαράδεκτη η άσκηση δεύτερης προσφυγής από το ίδιο προσφεύγοντα κατά της αυτής πράξης ή παράλειψης. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής, όταν η πρώτη έχει απορριφθεί τελεσιδίκως για οποιονδήποτε τυπικό λόγο και σε κάθε περίπτωση, εκτός από αυτή της απόρριψής της ως εκπρόθεσμης, καθώς και όταν ο προσφεύγων κλήθηκε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 28 παρ. 3, 139Α και 277 παρ. 1 του παρόντος Κώδικα».

Στο ερώτημα εάν μπορεί η εν λόγω διάταξη να εφαρμοστεί αναλογικά κατά την άσκηση των ενδίκων μέσων θα πρέπει να ερευνηθεί α) εάν υπάρχει κάποιο νομοθετικό κενό, που να καθιστά καταρχήν ορθή ή τουλάχιστον ανεκτή την εν λόγω αναλογική εφαρμογή, β) εάν πρόκειται για δύο παρόμοιες περιπτώσεις, που αντιμετωπίζονται με τον ίδιο εν γένει τρόπο από τον δικονομικό νομοθέτη, όπου ενδεχομένως θα ήταν είναι δυνατή στην περίπτωση αυτή η εν λόγω αναλογική εφαρμογή και εν συνεχεία γ) ποια είναι η ratio της διάταξης 70 ΚΔΔ, ώστε να εκπληρώνεται με την αναλογική εφαρμογή στα ένδικα μέσα η ratio αυτή.

Με μία απλή επισκόπηση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας γίνεται αντιληπτό ότι μία απαγόρευση παλινδικίας διατρέχει σε μεγάλο βαθμό τη σύλληψη του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Επιπλέον, ρητά και με απόλυτη σαφήνεια στις γενικές διατάξεις του Κεφαλαίου Α΄ των Ενδίκων Μέσων του ΚΔΔ ορίζεται ότι «δεν επιτρέπεται να ασκηθεί από το αυτό πρόσωπο για δεύτερη φορά το ίδιο ένδικο μέσο κατά της αυτής απόφασης, ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο». Άρα, νομοθετικό κενό δεν υπάρχει, καταρχήν.

Εξάλλου, η προσφυγή τυγχάνει ένδικο βοήθημα (και όχι ένδικο μέσο), με το οποίο ασκείται το πρώτον το συνταγματικά κατοχυρωμένο στο άρθρο 20 Σ δικαίωμα δικαστικής προστασίας ενώπιον των Δικαστηρίων, επιδιώκοντας την ακύρωση ή μεταρρύθμιση μίας βλαπτικής διοικητικής πράξης, ενώ τα ένδικα μέσα, αντίθετα, τυγχάνουν διαδικαστικές πράξεις, δυνάμει των οποίων λαμβάνει χώρα η επανεξέταση μίας ήδη εκπεφρασθείσας δια της εκδόσεως δικαστικής απόφασης δικαστικής κρίσης. Επομένως, πρόκειται για δύο διαφορετικά ζητήματα, που επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες, όπου δεν μπορεί να ευσταθήσει η αναλογική εφαρμογή.

Τέλος, η ratio της διάταξης 70 ΚΔΔ συνίσταται (μεταξύ άλλων) στην θωράκιση του συνταγματικά κατοχυρωμένου στο άρθρο 20 Συντάγματος δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας από ένα «τυπικό λάθος», το οποίο (αυτό και μόνο) δεν ήθελε ο νομοθέτης να οδηγήσει στην πλήρη αποστέρηση του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, ώστε να μην συγχωρείται ένα τυπικό λάθος κατά την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στη δικαστική προστασία, οπότε συνεπεία αυτής της αποστέρησης, να μην του παρέχεται μία δεύτερη ευκαιρία επανασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος δικαστικής προστασίας, όταν η απόρριψη αφορά τυπικό λόγο (πλην της περιπτώσεως της απόρριψης της προσφυγής ως εκπρόθεσμης, όπου δεν επιτρέπεται η άσκηση δεύτερης προσφυγής). Αντίθετα, τα ένδικα μέσα δεν εμπίπτουν στην συνταγματική κατοχύρωση του άρθρου 20 του Συντάγματος, καθότι μέσω αυτών δεν πλήττεται η ισχύς μίας διοικητικής πράξης αλλά μίας δικαστικής απόφασης, η εξαφάνιση ή η μεταρρύθμιση της οποίας επιδιώκεται με την άσκησή τους. Τέλος, το ένδικο μέσο τυγχάνει «διαδικαστική πράξη» για τη μεταρρύθμιση ή εξαφάνιση μίας δικαστικής απόφασης και όχι «δικαίωμα» δικαστικής προστασίας χάριν του οποίου θεσπίστηκε η διάταξη 70 ΚΔΔ, δεν μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή της εν λόγω διάταξης στα ένδικα μέσα.

Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, δεν είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή της διάταξης 70 ΚΔΔ στα ένδικα μέσα.

Άννα Σαρηγιαννίδου,

Δικηγόρος Δ.Σ.Θ.

Leave a Reply

Your email address will not be published.